- απροετοίμαστος
- η , ο [ος , ον ] неподготовленный; неготовый;
βρίσκω κάποιον απροετοίμαστοςον — заставать кого-л. врасплох
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρίσκω κάποιον απροετοίμαστοςον — заставать кого-л. врасплох
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απροετοίμαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί, ανέτοιμος 2. αυτός που γίνεται χωρίς προηγούμενη προετοιμασία 3. ο ψυχικά απροετοίμαστος, ο απροδιάθετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προετοιμάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Κριτοβουλίδη] … Dictionary of Greek
απροετοίμαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προετοιμάστηκε για κάτι: Δεν έπρεπε να πάει στις εξετάσεις απροετοίμαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσκευος — ἄσκευος, ον (AM) [σκεύος] 1. αυτός που δεν έχει σκεύη 2. αυτός που στερείται κάτι αναγκαίο μσν. «τον ἄσκευον και ἄυλον διαθλευόντων βίον» για την ασκητική ζωή αρχ. 1. ο απροετοίμαστος 2. ο ανεπιτήδευτος, ο απλός 3. ἄσκευοι στρατιώτες με ελαφρό… … Dictionary of Greek
ακουμαντάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορούν να τόν κουμαντάρουν, να τόν διοικήσουν, «ακουμαντάριστο σπιτικό» 2. που δεν μπορούν να τόν περιποιηθούν 3. ο απροετοίμαστος «ξεκίνησε ακουμαντάριστος για τη δουλειά». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ + κουμαντάρω. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
ακώπητος — ἀκώπητος, ον (Α) [κωπῶ] 1. αυτός που δεν έχει κουπιά 2. ο απροετοίμαστος 3. ο άοπλος … Dictionary of Greek
αμελέτητος — η ο (Α ἀμελέτητος, ον) αυτός που δεν μελέτησε, δεν προετοιμάστηκε, αδιάβαστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν μελετήθηκε, δεν υπολογίστηκε με ακρίβεια ή δεν καταστρώθηκε λεπτομερώς 2. ως ουσιαστικό ευφημιστικό για κάτι που δεν μπορεί να κατονομάσει… … Dictionary of Greek
ανάρμοστος — η, ο (Α ἀνάρμοστος, ον) αυτός που δεν αρμόζει, ανοίκειος, ακατάλληλος, αταίριαστος αρχ. 1. (για ήχο) ο δίχως αρμονία, παράφωνος (αντίθ. του ευάρμοστος) 2. (για πρόσωπα) άκαμπτος, πεισματάρης 3. απροετοίμαστος, απαράσκευος 4. στη Μυκηναϊκή απαντά… … Dictionary of Greek
ανέτοιμος — η, ο (Α ἀνέτοιμος, ον) αυτός που δεν είναι έτοιμος, απροπαρασκεύαστος, απροετοίμαστος 2. αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, ακάμωτος αρχ. ανέφικτος, ακατόρθωτος … Dictionary of Greek
ανεπίσκευος — ἀνεπίσκευος, ον (Α) απροετοίμαστος … Dictionary of Greek
ανετοίμαστος — η, ο απροετοίμαστος, ανέτοιμος … Dictionary of Greek
απαρασκεύαστος — κ. απαράσκευος, η, ο (Α ἀπαρασκεύαστος, ον κ. ἀπαράσκευος, ον) 1. αυτός που δεν έχει παρασκευαστεί 2. ανέτοιμος, απροετοίμαστος … Dictionary of Greek